- διπλάδιον
- διπλάδιοςdoublemasc/fem acc sgδιπλάδιοςdoubleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπλάδιος — διπλάδιος, α, ον (Α) 1. διπλός 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάδιον μέτρο χωρητικότητας για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του διπλάσιος (πρβλ. διχθάδιος)] … Dictionary of Greek